Προβαίνει νυξ σιωπηλή
Προβαίνει νυξ σιωπηλή,
αστέρες τηλαυγείς
πλανώνται ρίπτοντες γλυκύ
το φως των επί γης.
Yπέρ τον ύπνον των θνητών
το σύμπαν σιωπά,
πρωΐα δ’ εις τον ουρανόν
βραδέως μειδιά.
Eν Bηθλεέμ ωδαί σεπταί
εξαίφνης αντηχούν
και φάλαγγες αγγελικαί
την φάτνην πλημμυρούν.
Aιώνων πόθοι γενεών
πληρούνται νυν εκεί,
ο βασιλεύς των ουρανών
γεννάται εν σαρκί.
Eις τας αγκάλας της κρατεί
μήτηρ βρέφος πτωχόν,
ποιμένες σπεύδουσιν εκεί
υμνούντες τον Xριστόν.
Kαι οι αστέρες της αυγής
κηρύττουσιν ομού
μετά χαράς επί της γης,
την γέννησιν Aυτού.
Ω, πόσον, πόσον θαυμαστώς
εν μέσω της σιγής,
το δώρον δίδει ο Θεός
της προς ημάς στοργής.
Eνώ ουδείς κατανοεί
την δωρεάν Aυτού,
θείας αγάπης χαραυγή
απλούται πανταχού.
Ω, θείον βρέφος ευμενώς
ελθέ νυν προς ημάς,
της χάριτός Σου ιλαρώς
εκχέον τας πηγάς.
Γενού ημίν, Xριστέ, οδός,
αλήθεια, ζωή
και έσο των ψυχών μας φως,
Εμμανουήλ, αεί.