Mendelssohn, Felix
Ο Γιάκομπ [i] Λούντβιχ Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι (Jakob Ludwig Felix Mendelssohn Bartholdy, γερμανικά: [ˈjaːkɔp ˈluːtvɪç ˈfeːlɪks ˈmɛndl̩szoːn baʁˈtɔldi], Αμβούργο, 3 Φεβρουαρίου 1809 – Λειψία, 4 Νοεμβρίου 1847), γεννημένος και ευρέως γνωστός ως Φέλιξ Μέντελσον [ii] ήταν Γερμανός συνθέτης, πιανίστας, οργανίστας και διευθυντής ορχήστρας της πρώιμης ρομαντικής περιόδου, από τις διασημότερες φυσιογνωμίες της εποχής. [26]
Εγγονός του φιλοσόφου Μωυσή Μέντελσον (Moses Mendelssohn), ο Φέλιξ γεννήθηκε σε μια εξέχουσα εβραϊκή οικογένεια. Ανατράφηκε άθρησκος μέχρι την ηλικία των επτά ετών, όταν βαφτίστηκε ως Μεταρρυθμιστής χριστιανός. Νωρίς, θεωρήθηκε παιδί-θαύμα, αλλά οι γονείς του ήταν επιφυλακτικοί και δεν επεζήτησαν να αξιοποιήσουν το ταλέντο του.
Ο Μέντελσον απολάμβανε πρώιμη επιτυχία στη Γερμανία, όπου επανέφερε το ενδιαφέρον για τη μουσική τού Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ταξιδεύοντας σε όλη την Ευρώπη. Ήταν ιδιαίτερα αποδεκτός στη Βρετανία, ως συνθέτης, αρχιμουσικός και σολίστ, και οι δέκα επισκέψεις του εκεί -κατά τις οποίες πολλά από τα μεγάλα έργα του έκαναν πρεμιέρα- αποτελούν σημαντικό μέρος της καριέρας του. Ωστόσο, οι -ουσιαστικά- συντηρητικές του προτιμήσεις, τον διαχώρισαν από πολλούς από τους πιο «εκσυγχρονιστές» μουσικούς της εποχής του, όπως ήσαν οι Φραντς Λιστ, Ρίχαρντ Βάγκνερ, Σαρλ Αλκάν και Εκτόρ Μπερλιόζ. Το Ωδείο της Λειψίας (σήμερα Πανεπιστήμιο Μουσικής και Θεάτρου της Λειψίας), το οποίο ίδρυσε, έγινε προπύργιο αυτής της «αντι-ριζοσπαστικής» προοπτικής.
Ο Μέντελσον έγραψε συμφωνίες, κοντσέρτα, ορατόρια και μουσική δωματίου, ιδιαίτερα για το πιάνο. Στα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνονται η εισαγωγή και προγραμματική μουσική για το Όνειρο Θερινής Νυκτός, η Ιταλική Συμφωνία, η Σκωτική Συμφωνία, η εισαγωγή Εβρίδες, το Κοντσέρτο για βιολί και το Οκτέτο εγχόρδων. Τα Τραγούδια Χωρίς Λόγια είναι οι πιο διάσημες συνθέσεις του για σόλο πιάνο. Μετά από μακρά περίοδο, σχετικού, παραγκωνισμού της μουσικής του, λόγω των μεταβαλλόμενων μουσικών προτιμήσεων και του επικρατούντος αντισημιτισμού, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η δημιουργική πρωτοτυπία του έχει πλέον αναγνωριστεί και επανεκτιμηθεί. Περιλαμβάνεται, πλέον, στους πιο δημοφιλείς συνθέτες της ρομαντικής εποχής, αν και ο θεωρούμενος ως «συντηρητισμός» του, προκάλεσε αντιδράσεις, με αποκορύφωμα τη σκληρότατη κριτική που δέχτηκε από τον Βάγκνερ (βλ. Φήμη και παρακαταθήκη).