Μελωδός, Ρωμανός
490 - 556
Ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός ή ο Υμνογράφος (Αρχαία Ελληνικά Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός, λατινικά Romanus, αγγλικά Roman) (Έμεσα ή Δαμασκός, περ. 490 – Κωνσταντινούπολη, περ. 556) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους υμνογράφους της Ελληνικής γλώσσας, ονομαζόμενος και «ο Πίνδαρος της ρυθμικής ποίησης».[2]. Άνθισε κατά τον 6ο αιώνα, ο οποίος θεωρείται ο «Χρυσός Αιώνας» της Βυζαντινής υμνογραφίας.
Ζωή Η κύρια πηγή για τις πληροφορίες για τη ζωή του Ρωμανού προέρχονται από το Μηναία. Πέρα από αυτά το όνομά του αναφέρεται μόνο από δύο άλλες αρχαίες πηγές. Η μία είναι ο ποιητής του 8ου αιώνα Άγιος Γερμανός, και η άλλη η Σούδα, όπου αποκαλείται «Ρωμανός ο μελωδός». Από αυτές τις λίγες πληροφορίες μαθαίνουμε ότι γεννήθηκε από εβραϊκή οικογένεια είτε στην Χομς είτε στη Δαμασκό, στη Συρία. Βαπτίστηκε ως νέο παιδί (αν και αν οι γονείς του επίσης προσηλυτίστηκαν δεν είναι γνωστό). Έχοντας μετακομίσει στη Βηρυτό, χειροτονήθηκε διάκονος στην Εκκλησία της Αναστάσεως εκεί.
Αργότερα μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Αναστάσιου—για το αν εννοείται ο Αναστάσιος Α΄ (491-518) ή ο Αναστάσιος Β΄ (713-716), ο βυζαντινολόγος καθηγητής Καρλ Κρουμπάχερ συνηγορεί υπέρ της παλιότερης ημερομηνίας[3]. Εκεί υπηρέτησε ως νεωκόρος στην Αγία Σοφία, διαμένοντας μέχρι το τέλος της ζωής του στο Μοναστήρι της Θεοτόκου «εις τα Κύρου», όπου θάφτηκε δίπλα στον απόστολο Άγιο Ανανία.
Αν οι μελετητές που πιστεύουν ότι έζησε κατά τα χρόνια του Αναστασίου Α΄ είναι σωστοί, μπορεί να συνέχιζε να γράφει κατά τη βασιλεία του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄, που ήταν κι αυτός υμνογράφος, ενώ έτσι θα ήταν και σύγχρονος δύο ακόμα διάσημων Βυζαντινών υμνογράφων, του Αναστασίου και του Κυριάκου.
Παράδοση Σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση, ο Ρωμανός δεν θεωρούταν στην αρχή ούτε ταλαντούχος Αναγνώστης ούτε ψάλτης. Ήταν όμως αγαπητός από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης για τη μεγάλη του ταπεινότητα. Κάποτε, γύρω στο έτος 518, ενώ υπηρετούσε στην Εκκλησία της Παναγίας στις Βλαχέρνες, κατά τη διάρκεια της ολονυκτίας των Χριστουγέννων, ήταν να διαβάσει τους στίχους του καθίσματος από το Ψαλτήρι. Το διάβασε τόσο άσχημα, που αναγκάστηκε να πάρει τη θέση του άλλος Αναγνώστης. Κάποιοι κατώτεροι κληρικοί γελοιοποίησαν τον Ρωμανό για το γεγονός, και έχοντας ταπεινωθεί έκατσε σε ένα από τα σκαλοπάτια του χοροστασίου. Καταβεβλημένος από την ανησυχία και τη λύπη, σύντομα αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο του εμφανίστηκε η Θεοτόκος με μια περγαμηνή στο χέρι της. Τον πρόσταξε να φάει την περγαμηνή, και μόλις το έκανε, ξύπνησε. Έλαβε αμέσως την ευλογία από τον Πατριάρχη, ανέβηκε στον άμβωνα, και έψαλε αυθόρμητα χωρίς προετοιμασία το διάσημό του Κοντάκιο της Γέννησης «Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει». Ο αυτοκράτορας, ο πατριάρχης, οι ιερείς και το ποίμνιο εξεπλάγησαν από την βαθιά θεολογία του ύμνου και την καθαρή και μελωδική φωνή του Ρωμανού καθώς το έψαλε. Σύμφωνα πάντα με την παράδοση, ήταν το πρώτο κοντάκιο που ψάλθηκε ποτέ. Η λέξη κοντάκιον αναφέρεται στην ξύλινη βάση στην οποία τυλίγεται ο πάπυρος, όπου και σημασία της εντολής της Θεοτόκου να καταπιεί την περγαμηνή, υποδηλώνοντας ότι οι συνθέσεις του θα ήταν από θεία έμπνευση. Η σκηνή της πρώτης αυτής εκτέλεσης του Ρωμανού απεικονίζεται συχνά στο κάτω μέρος των εικόνων της Αγίας Σκέπης[4]
Έργα
Ο Ρωμανός και η Παρθένος, μικρογραφία από το Μηνολόγιο του Βασιλείου Β΄ Ο Ρωμανός έγραψε σε Αττικίζουσα λόγια κοινή— δηλαδή λαϊκό αλλά ανυψωμένο ύφος— και πολλοί Σημιτιστές υποστηρίζουν ότι είχε εβραϊκή καταγωγή. Οι νοητικές απεικονίσεις, οι έντονες μεταφορές και παραβολές, τολμηρές συγκρίσεις, αντιθέσεις, εισαγωγή επιτυχημένων ρητών, και έντονη δραματοποίηση, είναι χαρακτηριστικά του έργου του.
Λέγεται ότι συνέγραψε πάνω από 1.000 ύμνους, ή αλλιώς κοντάκια, για τον εορτασμό διαφόρων γιορτών του εκκλησιαστικού έτους, τους βίους των αγίων και άλλα ιερά θέματα[2], από τα οποία σώζονται 60 με 80. Σήμερα, κατά τον όρθρο ψέλνεται μόνο η πρώτη στροφή από κάθε κοντάκιο, ενώ τα κοντάκια έχουν αντικατασταθεί από τους κανόνες. Ένα πλήρες κοντάκιο ήταν μια ποιητική λειτουργία που αποτελούνταν από 18 με 30 τροπάρια ή αλλιώς οίκους, ο καθένας με ένα ρεφρέν, και που ένωνε ένα ακρόστοιχο. Όταν ψελνόταν στην αρχική του μελωδία λεγόταν ιδιόμελον. Αρχικά, τα έργα του Αγίου Ρωμανού ήταν απλά γνωστά ως ψαλμοί, ωδές, ή ποιήματα. Ήταν μόνο από τον 9ο αιώνα και μετά που άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος κοντάκιο.
Μεταξύ των πιο γνωστών το έργα είναι τα κοντάκια για:
Τη Γέννηση του Χριστού Το Μαρτύριο του Αγίου Στεφάνου Το Θάνατο ενός Μοναχού Της Δευτέρας Παρουσίας Του Άσωτου Υιού Της Ανάστασης του Λαζάρου Του Θρήνου του Αδάμ (για την Κυριακή των Βαΐων) και Της Προδοσίας του Ιούδα Ο Ύμνος για την Γέννηση εξακολουθεί να θεωρείται το αριστούργημά του, και μέχρι τον 12ο αιώνα ψελνόταν κάθε χρόνο στην αυτοκρατορική γιορτή για τα Χριστούγεννα από κοινή χορωδία της Αγίας Σοφίας και των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη. Το μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος έχει τη μορφή διαλόγου μεταξύ της Παναγίας και των Μάγων, η επίσκεψη των οποίων στο νεογέννητο Χριστό εορταζόταν στο Βυζαντινό τυπικό στις 25 Δεκεμβρίου αντί στις 6 Ιανουαρίου, όπου η Δυτική Εκκλησία γιορτάζει την Προσκύνηση των Μάγων.
Από τα άλλα κοντάκιά του ένα από τα πιο γνωστά είναι ο ύμνος, «Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις..»[5], ο οποίος ψέλνεται ως μέρος της λειτουργίας του Μεγάλου Κανόνος του Αγίου Ανδρέα την πέμπτη Πέμπτη της Σαρακοστής.
Ο Ρωμανός είναι ένα από τα πολλά πρόσωπα στα οποία έχει αποδοθεί η σύνθεση του Ακάθιστου Ύμνου.
Ο Κρουμπάχερ εξέδωσε στο Μόναχο πολλούς προηγούμενα μη εκδομένους ύμνους του Ρωμανού και άλλων υμνογράφων, από χειρόγραφα που ανακαλύφθηκαν στην βιβλιοθήκη του Μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο. Στην Βιβλιοθήκη της Μόσχας υπάρχει ένα ελληνικό χειρόγραφο που περιέχει κοντάκια και οίκους για όλο το χρόνο, αλλά δεν περιέχει κάποια σύνθεση του Ρωμανού.
Ο Καθηγητής λέει για το έργο του:
«Στο ποιητικό ταλέντο, σπίθα της έμπνευσης, βάθος του συναισθήματος, και ανύψωση της γλώσσας, υπερέχει μακράν όλες τις άλλες μελωδίας. Η ιστορία της λογοτεχνίας του μέλλοντος ίσως ανακηρύξει το Ρωμανό τον μεγαλύτερο εκκλησιαστικό ποιητή όλων των εποχών.»